Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Ψάχνοντας ελπίδα…

Υπάρχει ελπίδα; Ο Έλληνας ήταν, είναι και θα είναι ευρηματικός. Μεγαλούργησε σε δυσκολότερες εποχές, μετά από πολέμους και καταστροφές. Δημιουργεί σπουδαία πράγματα όταν βρίσκεται σε υγιή συστήματα….Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμεάλλα μεγάλα κεφάλαια για τον τόπο, όπως, η ναυτιλία και ο τουρισμός, θεωρούμε, πωςο πρωτογενής τομέαςμπορεί να βοηθήσει σε πρώτο χρόνο. Ωστόσο, αυτό για να γίνει, χρειάζεται να αλλάξουμε νοοτροπία και να ληφθεί μια σειρά μέτρων, που όπως φαίνεται το σημερινό Ελληνικό κράτος δεν δύναται να πάρει, αφού έχει απολέσει πλήρως τον προσανατολισμό του.



Η αγροτική ζωή είναι διαφορετική από τόπο σε τόπο, όπως και τα εδάφη που τη συγκροτούν. Πρέπει σίγουρα, να διασφαλισθεί ότι ο κοινωνικός της ιστός δεν πρόκειται να διασπαστεί, προσφέροντας στους κατοίκους της υπαίθρου τις καθημερινές υπηρεσίες που χρειάζονται, μαχόμενοι σκληρά κατά της ανισότητας που δημιουργεί η απόσταση σε ότι αφορά την πρόσβαση τους π.χ. στην υγειονομική περίθαλψη, στην εκπαίδευση, στον αθλητισμό ...
Ηαντίστροφη πορεία, με τη μέχρι πρότινος αστυφιλία, έχει αρχίσει εδώ και καιρό και φαίνεται να συνεχίζεται, όλο και πιο έντονα, μετά τα τελευταία οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης της χώρας . Όλο και περισσότεροι πολίτες, άνδρες και γυναίκες, δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώτες, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, επιλέγουν να ζήσουν στην ύπαιθρο, η οποία έτσι, δημιουργεί νέες απαιτήσεις, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, δημόσιων ή ιδιωτικών. Οι αγροτικοί «Καλλικρατικοί» δήμοι οφείλουν, παρά τα πενιχρά οικονομικά τους, να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις. Είναι όμως, καθήκον και του κράτους να συνδράμει σε αυτή την εξέλιξη.
Αλλά αντί το Κράτος να προχωρήσει σε μια οργανωμένη «σύμβαση» για την ΄Ύπαιθρο- ενός περιουσιακού στοιχείου ανεκτίμητης αξίας για την Ελλάδα- έχει καταφέρει να σκορπίσει την ανασφάλεια παντού και να διαλύσει τα πάντα.
Εδώ και τώρα, λαμβάνοντας υπ’ όψη την ποικιλομορφία των εδαφών και την πυκνότητα του πληθυσμού, φαίνεται σκόπιμο να επιβληθούν πρότυπα ή σταθερές με προσαρμοστικότητα που θα βασίζεται και σε τοπικούς κανόνες, μεταξύ άλλων.
Σε αυτό το πλαίσιο σκόπιμο θα ήταν, για παράδειγμα:
Να αναπτυχθεί ένα σωστό δίκτυο ενημέρωσης και ελέγχου.
Να αναπτυχθούν σταθμοί μεταφόρτωσης ανάλογα με τη ζήτηση και τη διάθεση προϊόντων στις αγροτικές περιοχές, ενθαρρύνοντας τις τοπικές αρχές για τη χρηματοδότηση αυτών των υπηρεσιών. Π.χ. Σερραίοι, αλλά και Βούλγαροι μικρέμποροι καταφεύγουν στη λαχαναγορά της Θεσσαλονίκης. Αν και ο Νομός Σερρών είναι καθαρά αγροτικός δεν διαθέτει κάτι τέτοιο. Να μη μιλήσουμε βέβαια για δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και χρόνια…
Να συνδεθεί περισσότερο η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση με τα προϊόντα και τα οικονομικά πλεονεκτήματα της κάθε περιοχής. Να μη λείπει το αγροτικό λύκειο από τέτοιους νομούς. Να μετεγκατασταθούν σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως γεωπονία, κτηνιατρική, δασολογία, από την Αθήνα στην επαρχία.
Να ενθαρρυνθούν και να χρηματοδοτηθούν οι διαφόρων τύπων τοπικοί συνεταιρισμοί ώστε να επιταχύνουν τη μετάβαση τους σε ψηφιακό και διαδικτυακό τοπίο για να επιτύχουν μεγαλύτερη διείσδυση στις αγορές.
Να αυξηθεί το ποσοστό παρέμβασης σε κάθε είδους προϊόντα και υπηρεσίες, στη βιοτεχνία και στο εμπόριο στις αγροτικές περιοχές για να εξασφαλισθεί η οικονομική τους ανάπτυξη.
Να μειωθεί, στο μέτρο του εφικτού, η φορολόγηση αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, ώστε αυτά να είναι ανταγωνιστικότερα άλλων χωρών.
Να ιδρυθεί, επιτέλους το Αγροτικό Επιμελητήριο.
Να εφαρμοσθεί εδώ και τώρα το «Δίκαιο Εμπόριο», ώστε να μην υπάρχουν «ελεεινές» τιμές για τον παραγωγό και υψηλές για τον έμπορο και τον καταναλωτή.
Να προσεχθούν ακόμη περισσότερο η οικολογική γεωργία, τα προϊόντα με «ονομασία προέλευσης» και φυσικά η αλιεία.
Αν θέλουμε να συμβάλλουμε στη σωτηρία αυτού του τόπου πρέπει ο πρωτογενής τομέας να στηριχθεί παντοιοτρόπως, αφού τρέφει τη χώρα, δίνει εργασία στον αγρότη, στην επιστήμη, στη βιομηχανία μεταποίησης, στο εμπόριο.